- ψυχοτρόφος
- ψυχοτρόφοςsustaining lifemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχοτρόφος — ον, ΜΑ αυτός που τρέφει την ψυχή, που συντηρεί την ζωή («τροφὴ ψυχοτρόφος», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. βρεφο τρόφος] … Dictionary of Greek
ψυχοτρόφον — ψυχοτρόφος sustaining life masc/fem acc sg ψυχοτρόφος sustaining life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοτρόφε — ψυχοτρόφος sustaining life masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοτρόφοι — ψυχοτρόφος sustaining life masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχοτρόφους — ψυχοτρόφος sustaining life masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχοτροφία — ἡ, Μ [ψυχοτρόφος] η θρέψη τών ψυχών ή τών πνευμάτων … Dictionary of Greek
ψυχοτροφώ — έω, Α [ψυχοτρόφος] (συν. το παθ.) ψυχοτροφοῡμαι, έομαι διατηρούμαι στη ζωή … Dictionary of Greek
Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… … Dictionary of Greek